- φλιντζάνι
- το, Νβλ. φλιτζάνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλιτζάνι — και φλιντζάνι και φλυτζάνι και φιλτζάνι, το, Ν 1. μικρή κούπα με χερούλι με την οποία πίνονται τα αφεψήματα 2. συνεκδ. η ποσότητα που χωρεί σε ένα φλιτζάνι 3. φρ. «λέω το φλιτζάνι» προλέγω το μέλλον ερμηνεύοντας τα σχήματα που έχουν διαμορφωθεί… … Dictionary of Greek